-
1 ανωτάτη
ἀνώτατοςtopmost: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀνώτατοςtopmost: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀνωτάτη
Βλ. λ. ανωτάτη -
3 ἀνωτάτῃ
Βλ. λ. ανωτάτη -
4 ανώτατη τεχνική σχολή
ηFachhochschule f -
5 ανώτατος
-
6 βούλομαι
βούλομαι, impf. ἐβούλετο Xen. An. 1, 1, 1; ἠβούλετο Cyr. 6, 1, 33; fut. βουλήσομαι; aor. ἐβουλήϑην, att. ἠβ.; perf. βεβούλημαι Dem. 18. 2; bei Hom. nur praes. und imperfect.; vgl. προβέβουλα, βόλομαι volo; 1) mit Ueberlegung sich entschließen, vornehmen, vgl. ἐϑέλω, von dem es Ammon. so unterscheidet: β. ἐπὶ μόνου λογικοῦ, ϑέλειν καὶ ἐπὶ ἀλόγου ζῴου; unstreitig ist ἐϑέλω das umfassendere Wort, die Neigung, Luft ausdrückend, vgl. Buttm. Lexil. I p. 26 ff., dessen Ansicht nicht durchweg haltbar; bei βούλομαι ist an die Ausführung zu denken, dah. gew. οἱ ϑεοὶ βούλονται, da sie alles ausführen können; vgl. Eur. I. T. 61 ἀδελφῷ βούλομαι δοῠναι χοὰς, ταῠτα γὰρ δυναίμεϑ' ἄν; dah. es oft geradezu = beschließen ist; damit stimmen auch Stellen überein, wie Dem. 2, 20 ἂν οἵτε ϑεοὶ ϑέλωσι, καὶ ὑμεῖς βούλησϑε, wo nur Geneigtheit der Götter u. Entschließung der Bürger verlangt wird; ja auch 19, 23 οὔτ' ἀκούειν ἠϑέλετε οὔτε πιστεύειν ἠβούλεσϑε kann so gefaßt werden; obwohl beide Verba an manchen Stellen ohne erheblichen Unterschied gebraucht sind. – Wollen, beabsichtigen, gew. mit dem inf., von Hom. an überall; der inf. fut., den die alten Gramm. verwerfen, findet sich doch an einzelnen Stellen, s. Schäfer ad poet. Gnom. p. 16. Aus Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Il. 1 i, 79 ist zu erkl. Τρώεσσι νίκην 16, 121, er beschloß ihnen Sieg, verlieh ihnen Sieg; τῷ κε Ποσειδάων γε, καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ, αἶψα μεταστρέψειε νόον μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ Iliad. 15, 51; ἐς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι), ich will ins Bad, Ar. Ran. 1279; τὰ Συρακουσίων, den Spr. geneigt sein, sich für sie entscheiden, Thuc. 6, 80; Sp. sogar κακῶς τινι, Dion. Hal. 3, 21; – τὸ βουλόμενον, die Willensmeinung, Entschluß, Eur. I. A. 33. 1270; Antiph. 5, 73 u. Sp.; – ἔστιν ἐμοὶ βουλομένῳ, = βούλομαι, Thuc. 2, 3; Plat. Soph. 254 b Crat. 384 a u. sonst; – ὁ βουλόμενος, Jeder, der da will, der Erste, Beste, Gorg. 527 a u. sonst sehr oft; auch mit πᾶς, Rep. III, 416 d; seltener ὃς βούλει, Gorg. 417 a; vgl. Crat. 432 a; – βουλόμενος, in der Absicht, um zu, Att.; – βούλει, seltener βούλεσϑε, mit darauf folgendem Conj. in auffordernden Fragen, βούλει, φράσω, willst du, soll ich dir sagen, Ar. Equ. 36; βούλει λάβωμαι δῆτα καὶ ϑίγω τί σου Soph. Phil. 751; vgl. Eur. Phoen. 734; Plat. Gorg. 454 d; auch außer der Frage, εἴτε τι βούλει προςϑῇς ἢ ἀφέλῃς Phaed. 95 e; vgl. Rep. II, 372 e; u. wo es parenthetisch ist, πόϑεν βούλει, ἄρξωμαι Xen. Oec. 16, 8; erst Sp. haben das fut. dabei; – stärker: verlangen, befehlen, ὁ νόμος βούλεται τούτους εὖ βασανίζειν Plat. Conv. 184 a; bei Sp. behaupten; übertr., von Sachen, τί τοῦτο βούλεται; was will das, was hat das zu bedeuten? τί β. οὗτος ὁ μῦϑος; Plat. Theaet. 156 c; vgl. Parm. 128 a Legg. II, 668 c. So bes. auch Arist. – 2) lieberwollen, vorziehen, βούλομ' ἅπαξ ἀπὸ ϑυμὸν ὀλέσσαι ἢ δηϑὰ στρεύγεσϑαι Od. 12, 350; vgl. Il. 1, 117. 23, 594 Od. 11, 489. 16, 106; βουλήσει ποτὲ καὶ δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ 'ν ἐμοὶ ϑρασύς Soph. Ai. 1293; vgl. Her. 3, 124; Plat. Alc. II, 658 a; Babr. 65, 7. Seltener ohne ἤ, Il. 1, 112 Od. 15, 88. Häufig im Art., bes. Plat. εἰ δὲ βούλει, wenn du lieber willst, od. wenn du willst, was geradezu Partikel wird »oder auch«. Vgl. βούλεται δ' αὐτοῖς ἡ μὲν ἀνωτάτη σφαῖρα τὸν ἥλιον, es soll bedeuten, Procl. bei Phot. 348.
-
7 γεωπονικός
η, ό[ν] агрономический, агротехнический;ανωτάτη (μέση) γεωπονική σχολή — сельскохозяйственный институт (техникум)
-
8 διοίκηση
[-ις(-εως)] η1) (у)правление, ведение (хозяйство, дел); 2) администрация; руководство; 3) воен, командование;ανώτατη διοίκηση — верховное командование;
αναλαμβάνω τη διοίκηση — принимать на себя командование;
4) административное деление;5) административное учреждение, управление;§ γενική διοίκηση — префектура (в Греции)
-
9 πολυτεχνικός
η, ό[ν] политехнический;ανώτατη πολυτεχνική σχολή — политехнический институт
-
10 σχολή
η1) школа; училище; курсы;ανωτάτη σχολή — высшая школа, институт;
κομματική σχολή — партийная школа;
νυχτερινή (είδική) σχολή — вечерняя (специальная) школа;
στρατιωτική σχολή — военное училище;
τεχνική σχολή — техническое училище;
σχολή πληροφοριών — разведывательная школа;
σχολή ξένων γλωσσών — курсы иностранных языков;
σχολή ναυτικών δοκίμων — военно-морское училище;
σχολή ικαρων — авиационное училище;
2) факультет;νομική σχολή — юридический факультет;
3) перен. школа, учение, система (философская и т. п.);δημιουργώ δνκή μου σχολή — со-
здать свою школу;4) школа, выучка;περνώ καλή σχολή — пройти хорошую школу
-
11 στέγη
A roof, A.Ag. 897, Hdt.6.27, X.Mem.3.8.9, Ev.Marc.2.4, etc.; παρέχειν τινὶ ς. give one shelter, Arist.Fr. 631;στέγῃ δέχεσθαί τινας OGI665.25
(Egypt, i A.D.).II roofed place, chamber, room, Hdt.2.2, 148, 175, Eup.347, X.Oec.8.13, etc.; covered vestibule, IG22.1046.13; ἕρκειος ς., of a tent, S.Aj. 108; a hare's seat or form, Id.Fr. 174; ἐκ κατώρυχος ς., of the grave, Id.Ant. 1100, cf. 888.2 storey of a house, PStrassb.110.6 (iii B.C.), PCair.Zen.766.4 (iii B.C.), etc.; ἡ ἀνωτάτη ς. Str.15.3.7; αἱ στέγαι the upper storeys, PPetr.2p.28 (iii B.C.), cf. SIG344.16 (Teos, iv B.C.), IG42(1).102.293 (Epid., iv B.C.), PLond.3.1164f28 (iii A.D.).3 freq. in pl., house, dwelling, A.Ag.3, 518, al.; κατὰ στέγας at home, S.OT 637, al.; ἐπελεῦσαι τῷ ἀνδρὶ ἐπὶ στέγαν to the man's house, Leg.Gort.3.46, cf. Schwyzer 177.3 (Crete, v B.C.).
См. также в других словарях:
Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών — (ΑΣΚΤ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και επιχορηγείται από το κράτος (η εποπτεία του ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) … Dictionary of Greek
ἀνωτάτη — ἀνώτατος topmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτάτῃ — ἀνώτατος topmost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγιστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες … Dictionary of Greek
μαγίστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες … Dictionary of Greek
Μαγναύρας, πανεπιστήμιο της- — Ανώτατη σχολή που ίδρυσε στο ομώνυμο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης, το 863, ο καίσαρας Βάρδας επί αυτοκρατορίας Μιχαήλ Γ’. Το πανεπιστήμιο αυτό –όπου διδάσκονταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, γεωμετρία και αστρονομία– διηύθυνε ο μεγάλος σοφός … Dictionary of Greek
Πανδιδακτήριο — Ανώτατη σχολή στην Κωνσταντινούπολη στους βυζαντινούς χρόνους. Ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αναδιοργανώθηκε δε και επεκτάθηκε από τον Θεοδόσιο B» τον Μικρό το 425 και, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, έγινε πραγματικό πανεπιστήμιο.… … Dictionary of Greek
πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek